χουχούλιασμα

χουχούλιασμα
το, Ν [χουχουλιάζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χουχουλιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χουχούλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χουχουλιάζω, το ζέσταμα με την αναπνοή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χουχουλιέμαι — και χοχολιέμαι Ν 1. παραπονούμαι, κλαψουρίζω 2. ζεσταίνομαι με χουχούλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. χουχουλιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • χουχούλισμα — το, Ν [χουχουλίζω] χουχούλιασμα …   Dictionary of Greek

  • χουχούλισμα — το, ατος βλ. χουχούλιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”